Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
View word page
μεταχειριστικός
μεταχειρ-ιστικός
,
ή
,
όν
,
A).
treating of
,
τῶν ἀριθμητῶν
Hero
*Deff.
135.5
.
ShortDef
treating of
Debugging
Headword:
μεταχειριστικός
Headword (normalized):
μεταχειριστικός
Headword (normalized/stripped):
μεταχειριστικος
IDX:
67039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67040
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχειρ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">treating of</span>, <span class="quote greek">τῶν ἀριθμητῶν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">*Deff.</span> <span class="bibl"> 135.5 </span>.</div> </div><br><br>'}