Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
View word page
μεταχείριος
μεταχείρ-ιος, ον, pl.-ιοι,
A). in the hand, Lat. in manu, i. e. slaves, CIG 3344 (Smyrna) = Epigr.Gr. 313 , where Kaibel emends to μετὰ χείρεσι.


ShortDef

in the hand

Debugging

Headword:
μεταχείριος
Headword (normalized):
μεταχείριος
Headword (normalized/stripped):
μεταχειριος
IDX:
67035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχείρ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, pl.-<span class="itype greek">ιοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in the hand</span>, Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">in manu</span>, i. e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">slaves</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 3344 </span> (Smyrna) = <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 313 </span>, where Kaibel emends to <span class="foreign greek">μετὰ χείρεσι.</span> </div> </div><br><br>'}