Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
View word page
μεταχείρημα
μεταχείρ-ημα, ατος, τό,
A). treatment, handling of a topic, Sch.Arist Id. p.288 D. (s. v. l.).


ShortDef

treatment, handling

Debugging

Headword:
μεταχείρημα
Headword (normalized):
μεταχείρημα
Headword (normalized/stripped):
μεταχειρημα
IDX:
67033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχείρ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">treatment, handling</span> of a topic, Sch.Arist<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> p.288 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> (s. v. l.).</div> </div><br><br>'}