Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
View word page
μεταχειρέομαι
μεταχειρ-έομαι,
A). = μεταχειρίζομαι , Hp. Decent. 6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταχειρέομαι
Headword (normalized):
μεταχειρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταχειρεομαι
IDX:
67032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχειρ-έομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεταχειρίζομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Decent.</span> 6 </a>.</div> </div><br><br>'}