Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
View word page
μεταχειμάζω
μεταχειμάζω, of weather,
A). to be stormy afterwards, Veget. Mil. 4.40 .


ShortDef

to be stormy afterwards

Debugging

Headword:
μεταχειμάζω
Headword (normalized):
μεταχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
μεταχειμαζω
IDX:
67031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχειμάζω</span>, of weather, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be stormy afterwards</span>, Veget.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Mil.</span> 4.40 </span>.</div> </div><br><br>'}