Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
View word page
μεταχάσκω
μεταχάσκω,
A). yawn after, ἑνὸς χανόντος μετακέχηνεν ἅτερος prob. cj. for μετέσχηκεν in Apostol. 7.20 ( AJP 4.320 ).


ShortDef

yawn after

Debugging

Headword:
μεταχάσκω
Headword (normalized):
μεταχάσκω
Headword (normalized/stripped):
μεταχασκω
IDX:
67030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχάσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">yawn after</span>, <span class="foreign greek">ἑνὸς χανόντος μετακέχηνεν ἅτερος</span> prob. cj. for <span class="foreign greek">μετέσχηκεν</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9009.tlg001:7:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9009.tlg001:7.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apostol.</span> 7.20 </a> (<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AJP</span> 4.320 </span>).</div> </div><br><br>'}