Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
View word page
μεταχαρακτηρίζω
μεταχᾰρακτηρ-ίζω,
A). change the orthography, Sch.A Il. 14.241 .


ShortDef

change the orthography

Debugging

Headword:
μεταχαρακτηρίζω
Headword (normalized):
μεταχαρακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταχαρακτηριζω
IDX:
67027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχᾰρακτηρ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change the orthography</span>, Sch.A <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:14:241" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:14.241/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 14.241 </a>.</div> </div><br><br>'}