Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
View word page
μεταχάζομαι
μεταχάζομαι,
A). shrink from, c. gen., μεταχάσσεαι ἀμήτοιο A.R. 3.436 .


ShortDef

shrink from

Debugging

Headword:
μεταχάζομαι
Headword (normalized):
μεταχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταχαζομαι
IDX:
67026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shrink from</span>, c. gen., <span class="quote greek">μεταχάσσεαι ἀμήτοιο</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:436" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.436/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.436 </a> .</div> </div><br><br>'}