Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
View word page
μεταφωτίζομαι
μεταφωτίζομαι, Pass.,
A). undergo a change of illumination, Ptol. Alm. 3.1 .


ShortDef

undergo a change of illumination

Debugging

Headword:
μεταφωτίζομαι
Headword (normalized):
μεταφωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταφωτιζομαι
IDX:
67025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταφωτίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">undergo a change of illumination</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 3.1 </span>.</div> </div><br><br>'}