Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
View word page
μεταφυτευτέον
μεταφῠτ-ευτέον
,
A).
one must transplant
, ib.
5.13.3
.
ShortDef
one must transplant
Debugging
Headword:
μεταφυτευτέον
Headword (normalized):
μεταφυτευτέον
Headword (normalized/stripped):
μεταφυτευτεον
IDX:
67022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67023
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταφῠτ-ευτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must transplant</span>, ib.<span class="bibl"> 5.13.3 </span>.</div> </div><br><br>'}