Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
View word page
μεταφύτευσις
μεταφῠ/τ-ευσις
,
εως
,
ἡ
, = foreg.
1
,
Gp.
3.2.1
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεταφύτευσις
Headword (normalized):
μεταφύτευσις
Headword (normalized/stripped):
μεταφυτευσις
IDX:
67021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67022
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταφῠ/τ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg. <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 3.2.1 </span>.</div><br><br>'}