Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
μεταφορά
μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
View word page
μεταφραστικός
μετα-φραστικός, , όν,
A). paraphrastic, λόγος Eust. 691.20 .


ShortDef

paraphrastic

Debugging

Headword:
μεταφραστικός
Headword (normalized):
μεταφραστικός
Headword (normalized/stripped):
μεταφραστικος
IDX:
67016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-φραστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">paraphrastic</span>, <span class="quote greek">λόγος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:691:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:691.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 691.20 </a> .</div> </div><br><br>'}