Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
μεταφορά
μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφύτευσις
View word page
μεταφορητός
μεταφορ-ητός, όν,
A). portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist. Ph. 209b29 .


ShortDef

portable

Debugging

Headword:
μεταφορητός
Headword (normalized):
μεταφορητός
Headword (normalized/stripped):
μεταφορητος
IDX:
67011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταφορ-ητός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">portable</span>, <span class="quote greek">ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg031:209b:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg031:209b.29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ph.</span> 209b29 </a> .</div> </div><br><br>'}