Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
μετατρωπάομαι
μετατρωχάω
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταῦτις
μεταυχένιος
View word page
μετατρωχάω
μετατρωχάω, poet. for μετατρέχω, Rhian. 1.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετατρωχάω
Headword (normalized):
μετατρωχάω
Headword (normalized/stripped):
μετατρωχαω
IDX:
66993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατρωχάω</span>, poet. for <span class="foreign greek">μετατρέχω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0219.tlg001:1:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0219.tlg001:1.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rhian.</span> 1.17 </a>.</div><br><br>'}