Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
μετατρωπάομαι
μετατρωχάω
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταῦτις
View word page
μετατρωπάομαι
μετατρωπάομαι, poet. for μετατρέπομαι, A.R. 3.297 .


ShortDef

turn, change

Debugging

Headword:
μετατρωπάομαι
Headword (normalized):
μετατρωπάομαι
Headword (normalized/stripped):
μετατρωπαομαι
IDX:
66992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατρωπάομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">μετατρέπομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:297" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.297/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.297 </a>.</div><br><br>'}