Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
μετατρωπάομαι
μετατρωχάω
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταύριον
μεταυτίκα
View word page
μετατροχαζόντως
μετατροχαζόντως, Adv.,
A). gloss on μεταδρομάδην , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετατροχαζόντως
Headword (normalized):
μετατροχαζόντως
Headword (normalized/stripped):
μετατροχαζοντως
IDX:
66991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατροχαζόντως</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μεταδρομάδην</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}