Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
μετατρωπάομαι
μετατρωχάω
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
View word page
μετατροπεύω
μετατροπ-εύω,
A). gloss on προμαλχατεύω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετατροπεύω
Headword (normalized):
μετατροπεύω
Headword (normalized/stripped):
μετατροπευω
IDX:
66986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατροπ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">προμαλχατεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}