Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
μετατρωπάομαι
μετατρωχάω
μετατυπόω
μετατύπωσις
View word page
μετατροπαλίζομαι
μετατροπ-ᾰλίζομαι, Pass.,
A). turn about, οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων Il. 20.190 .


ShortDef

to turn about

Debugging

Headword:
μετατροπαλίζομαι
Headword (normalized):
μετατροπαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετατροπαλιζομαι
IDX:
66985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατροπ-ᾰλίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turn about</span>, <span class="quote greek">οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:20:190" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:20.190/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 20.190 </a> .</div> </div><br><br>'}