Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασχιστής
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
<ι>άζομαι
μετάτροπος
μετατροχαζόντως
View word page
μετατραγῳδία
μετατρᾰγῳδία, ,
A). piece played after tragedies, of the Satyric drama, Acroad Hor. Sat. 1.10.66 .


ShortDef

piece played after tragedies

Debugging

Headword:
μετατραγῳδία
Headword (normalized):
μετατραγῳδία
Headword (normalized/stripped):
μετατραγωδια
IDX:
66981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατρᾰγῳδία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">piece played after tragedies</span>, of the Satyric drama, Acroad Hor.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sat.</span> 1.10.66 </span>.</div> </div><br><br>'}