Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασχιστής
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπεύω
μετατροπή
μετατροπία
View word page
μετατεύχω
μετατεύχω,
A). refashion, αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς μάχιμον μ. Eust. 612.10 .


ShortDef

refashion

Debugging

Headword:
μετατεύχω
Headword (normalized):
μετατεύχω
Headword (normalized/stripped):
μετατευχω
IDX:
66978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετατεύχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">refashion</span>, <span class="quote greek">αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς μάχιμον μ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:612:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:612.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 612.10 </a> .</div> </div><br><br>'}