Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασυντίθημι
μετασύρω
μετασυσχηματίζομαι
μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασχιστής
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
View word page
μετασωματόομαι
μετασωματόομαι,
A). to be changed in substance, Zos.Alch. p.108 B.


ShortDef

to be changed in substance

Debugging

Headword:
μετασωματόομαι
Headword (normalized):
μετασωματόομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασωματοομαι
IDX:
66975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετασωματόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be changed in substance</span>, Zos.Alch.<span class="bibl"> p.108 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}