Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστρωφάω
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
μετασυγκρίνω
μετασυνεθίζομαι
μετασυντάσσω
μετασυντίθημι
μετασύρω
μετασυσχηματίζομαι
μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασχιστής
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
View word page
μετασυσχηματίζομαι
μετασυσχηματίζομαι, Pass.,
A). to be altered in form, Hsch. s.v. ἀλλοίωσις .


ShortDef

to be altered in form

Debugging

Headword:
μετασυσχηματίζομαι
Headword (normalized):
μετασυσχηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασυσχηματιζομαι
IDX:
66967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετασυσχηματίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be altered in form</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀλλοίωσις</span> .</div> </div><br><br>'}