Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μετασπόμενος
μέτασσαι
μέτασσα
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
View word page
μετάσταλσις
μετά-σταλσις, εως, ,
A). summoning, dub. in Gloss.


ShortDef

summoning

Debugging

Headword:
μετάσταλσις
Headword (normalized):
μετάσταλσις
Headword (normalized/stripped):
μετασταλσις
IDX:
66939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετά-σταλσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">summoning</span>, dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}