Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μετασπόμενος
μέτασσαι
μέτασσα
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
View word page
μετασπόμενος
μετασπόμενος, μετασπών,
A). v. μεθέπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετασπόμενος
Headword (normalized):
μετασπόμενος
Headword (normalized/stripped):
μετασπομενος
IDX:
66936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετασπόμενος</span>, <span class="orth greek">μετασπών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεθέπω</span> .</div> </div><br><br>'}