Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μεταρυσμόω
μεταρχή
μετάρχιος
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μετασπόμενος
μέτασσαι
View word page
μετασκάπτω
μετασκάπτω,
A). transplant, Hsch. s.v. μεταβοθρεύοντες .


ShortDef

transplant

Debugging

Headword:
μετασκάπτω
Headword (normalized):
μετασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
μετασκαπτω
IDX:
66927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετασκάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transplant</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μεταβοθρεύοντες</span> .</div> </div><br><br>'}