Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταρρυθμιστέον
μεταρρυθμόω
μετάρρυσις
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιολέσχης
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μεταρυσμόω
μεταρχή
μετάρχιος
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
View word page
μεταρυσμόω
μεταρυσμόω (ῥυσμός Ion.,
A). = ῥυθμός ), = μεταρρυθμόω, ἡ διδαχὴ μεταρυσμοῖ τὸν ἄνθρωπον Democr. 33 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρυσμόω
Headword (normalized):
μεταρυσμόω
Headword (normalized/stripped):
μεταρυσμοω
IDX:
66922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρυσμόω</span> (<span class="foreign greek">ῥυσμός</span> Ion., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ῥυθμός</span> ), = <span class="ref greek">μεταρρυθμόω, ἡ διδαχὴ μεταρυσμοῖ τὸν ἄνθρωπον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0161.tlg001:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0161.tlg001:33/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Democr.</span> 33 </a>.</div> </div><br><br>'}