Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μεταρρυθμόω
μετάρρυσις
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιολέσχης
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μεταρυσμόω
μεταρχή
μετάρχιος
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
View word page
μεταρσιολεσχία
μεταρσιο-λεσχία, ,
A). = μετεωρολογία , Plu. Per. 5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρσιολεσχία
Headword (normalized):
μεταρσιολεσχία
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιολεσχια
IDX:
66917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρσιο-λεσχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετεωρολογία</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg012:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg012:5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Per.</span> 5 </a>.</div> </div><br><br>'}