Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μεταρρυθμόω
μετάρρυσις
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιολέσχης
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μεταρυσμόω
μεταρχή
μετάρχιος
μετασεύομαι
View word page
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιο-λεσχέω,
A). = μετεωρολογέω , Sch. Ar. Nu. 319 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρσιολεσχέω
Headword (normalized):
μεταρσιολεσχέω
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιολεσχεω
IDX:
66915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66916
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρσιο-λεσχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετεωρολογέω</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:319" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:319/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 319 </a>.</div> </div><br><br>'}