Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάρρευσις
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μεταρρυθμόω
μετάρρυσις
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιολέσχης
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μεταρυσμόω
μεταρχή
View word page
μεταρρυθμόω
μεταρρυθμ-όω,
A). = μεταρρυθμίζω , pf. part. Pass. μετερρυθμωμένα, Hsch.; cf. μεταρυσμόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρρυθμόω
Headword (normalized):
μεταρρυθμόω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρυθμοω
IDX:
66913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρρυθμ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεταρρυθμίζω</span> , pf. part. Pass. <span class="foreign greek">μετερρυθμωμένα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μεταρυσμόω</span>.</div> </div><br><br>'}