Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταρίθμιος
μεταρράπτω
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μετάρρευσις
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μεταρρυθμόω
μετάρρυσις
μεταρσιολεσχέω
μεταρσιολέσχης
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολογικός
μετάρσιος
View word page
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμ-έω, = sq., dub. l. in Procop. Goth. 4.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταρρυθμέω
Headword (normalized):
μεταρρυθμέω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρυθμεω
IDX:
66909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρρυθμ-έω</span>, = sq., dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:4:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:4.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Goth.</span> 4.2 </a>.</div><br><br>'}