Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μετάπτωτος
μεταπύργιον
μεταπυργίς
μεταπωλέω
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρράπτω
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μετάρρευσις
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
View word page
μεταρρευματισμός
μεταρρευματ-ισμός
,
ὁ
,
A).
change in flux
,
Orib.
Fr.
54
.
ShortDef
change in flux
Debugging
Headword:
μεταρρευματισμός
Headword (normalized):
μεταρρευματισμός
Headword (normalized/stripped):
μεταρρευματισμος
IDX:
66902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66903
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρρευματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change in flux</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 54 </span>.</div> </div><br><br>'}