Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μετάπτωτος
μεταπύργιον
μεταπυργίς
μεταπωλέω
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρράπτω
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μετάρρευσις
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμέω
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
View word page
μεταρρευματίζω
μεταρρευματ-ίζω,
A). divert a flux, εἰς τὰ ἐκτός [ Gal.] 14.744 .


ShortDef

divert a flux

Debugging

Headword:
μεταρρευματίζω
Headword (normalized):
μεταρρευματίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρευματιζω
IDX:
66901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταρρευματ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divert a flux</span>, <span class="foreign greek">εἰς τὰ ἐκτός</span> [<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span></span>] <span class="bibl"> 14.744 </span>.</div> </div><br><br>'}