Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
ἀνακέαται
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνάκεστος
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηδής
View word page
ἀνακέκλομαι
ἀνακέκλομαι
, poet. for
ἀνακαλέω,
A).
call out,
h.Hom.
19.5
.
ShortDef
call out
Debugging
Headword:
ἀνακέκλομαι
Headword (normalized):
ἀνακέκλομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακεκλομαι
IDX:
6688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6689
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακέκλομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνακαλέω,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">call out,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Hom.</span> 19.5 </span>.</div> </div><br><br>'}