Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποροποιέω
μεταποροποίησις
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μετάπτωτος
View word page
μεταποροποιέω
μεταποροποι-έω,
A). = μετασυγκρίνω , Dsc. 4.153 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταποροποιέω
Headword (normalized):
μεταποροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεταποροποιεω
IDX:
66884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταποροποι-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετασυγκρίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.153 </span>.</div> </div><br><br>'}