Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποροποιέω
μεταποροποίησις
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
View word page
μεταπορεύδην
μεταπορεύ-δην, Adv.
A). pursuing, Hsch.


ShortDef

pursuing

Debugging

Headword:
μεταπορεύδην
Headword (normalized):
μεταπορεύδην
Headword (normalized/stripped):
μεταπορευδην
IDX:
66882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταπορεύ-δην</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pursuing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}