Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποροποιέω
μεταποροποίησις
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
View word page
μεταπόντιος
μεταπόντιος, ον,
A). in the midst of the sea, Hsch.


ShortDef

in the midst of the sea
of Metapontium

Debugging

Headword:
μεταπόντιος
Headword (normalized):
μεταπόντιος
Headword (normalized/stripped):
μεταποντιος
IDX:
66881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66882
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταπόντιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in the midst of the sea</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}