Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποροποιέω
μεταποροποίησις
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
View word page
μεταποίνιος
μεταποίνιος, ον,
A). punishing afterwards, δίκη Suid. s.v. ποωή .


ShortDef

punishing afterwards

Debugging

Headword:
μεταποίνιος
Headword (normalized):
μεταποίνιος
Headword (normalized/stripped):
μεταποινιος
IDX:
66879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταποίνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">punishing afterwards</span>, <span class="quote greek">δίκη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ποωή</span> .</div> </div><br><br>'}