Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μετάπλασις
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποροποιέω
View word page
μεταπνοή
μετα-πνοή, ,
A). recovering of breath, gloss on μετάψυξις , Hsch.


ShortDef

recovering of breath

Debugging

Headword:
μεταπνοή
Headword (normalized):
μεταπνοή
Headword (normalized/stripped):
μεταπνοη
IDX:
66874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-πνοή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recovering of breath</span>, gloss on <span class="ref greek">μετάψυξις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}