Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταπήδησις
μεταπίνω
μεταπιπίσκω
μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μετάπλασις
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
μεταπόντιος
View word page
μεταπλόμενοι
μεταπλόμενοι, οἱ,
A). the transformed, the deified, Hsch.


ShortDef

the transformed, the deified

Debugging

Headword:
μεταπλόμενοι
Headword (normalized):
μεταπλόμενοι
Headword (normalized/stripped):
μεταπλομενοι
IDX:
66871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταπλόμενοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the transformed, the deified</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}