Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταξωτός
μεταπαθῶς
μεταπαιδαγωγέω
μεταπαιδεύω
μεταπαιδιά
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαραδίδωμι
μεταπαράδοσις
μεταπαραλαμβάνω
μεταπαραλλάσσω
μεταπαρατίθημι
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπείρω
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
View word page
μεταπαρατίθημι
μεταπαρατίθημι
,
A).
transfer
in an account, prob. in
PFlor.
92.6
(i A.D.).
ShortDef
transfer
Debugging
Headword:
μεταπαρατίθημι
Headword (normalized):
μεταπαρατίθημι
Headword (normalized/stripped):
μεταπαρατιθημι
IDX:
66846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66847
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταπαρατίθημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfer</span> in an account, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 92.6 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}