Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταξύτης
μεταξωτός
μεταπαθῶς
μεταπαιδαγωγέω
μεταπαιδεύω
μεταπαιδιά
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαραδίδωμι
μεταπαράδοσις
μεταπαραλαμβάνω
μεταπαραλλάσσω
μεταπαρατίθημι
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπείρω
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
View word page
μεταπαραλλάσσω
μεταπαραλλάσσω,
A). change about, interchange, in Pass., Hero *Geom. 3.25 .


ShortDef

change about, interchange

Debugging

Headword:
μεταπαραλλάσσω
Headword (normalized):
μεταπαραλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταπαραλλασσω
IDX:
66845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταπαραλλάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change about, interchange</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">*Geom.</span> <span class="bibl"> 3.25 </span>.</div> </div><br><br>'}