Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
μεταντλέω
μέταξα
μεταξάβλαττα
μεταξάριος
μετάξιον
μέταξον
μεταξύ
μεταξυλογία
μεταξύτης
μεταξωτός
μεταπαθῶς
μεταπαιδαγωγέω
μεταπαιδεύω
View word page
μεταξάβλαττα
μεταξ-άβλαττα
,
ἡ
,
A).
purple silk,
Edict.Diocl.
24.1a
,
13
.
ShortDef
purple silk
Debugging
Headword:
μεταξάβλαττα
Headword (normalized):
μεταξάβλαττα
Headword (normalized/stripped):
μεταξαβλαττα
IDX:
66829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66830
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταξ-άβλαττα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">purple silk,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 24.1a </span>,<span class="bibl"> 13 </span>.</div> </div><br><br>'}