Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανδα
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
ἀνακέαται
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
View word page
ἀνακέαται
ἀνακέαται
, Ion. for
ἀνάκεινται.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνακέαται
Headword (normalized):
ἀνακέαται
Headword (normalized/stripped):
ανακεαται
IDX:
6682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6683
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακέαται</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀνάκεινται.</span> </div><br><br>'}