Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετανάστιος
μεταναφέρω
μετανέομαι
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
μεταντλέω
μέταξα
μεταξάβλαττα
μεταξάριος
μετάξιον
μέταξον
μεταξύ
μεταξυλογία
μεταξύτης
View word page
μετανοητικός
μετανο-ητικός, , όν,
A). given to repentance, Max.Tyr. 11.3 .


ShortDef

given to repentance

Debugging

Headword:
μετανοητικός
Headword (normalized):
μετανοητικός
Headword (normalized/stripped):
μετανοητικος
IDX:
66825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετανο-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">given to repentance</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0563.tlg001:11:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0563.tlg001:11.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Max.Tyr.</span> 11.3 </a>.</div> </div><br><br>'}