Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μεταναφέρω
μετανέομαι
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
μεταντλέω
μέταξα
View word page
μετανέρχομαι
μετανέρχομαι
,
A).
to be transported,
POxy.
1049.1
(ii A. D.).
ShortDef
to be transported
Debugging
Headword:
μετανέρχομαι
Headword (normalized):
μετανέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετανερχομαι
IDX:
66818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66819
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετανέρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be transported,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1049.1 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}