Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μεταναφέρω
μετανέομαι
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
View word page
μεταναφέρω
μεταναφέρω, in Pass.,
A). to be diverted from their proper use, of monies, OGI 483.52 (Pergam., ii A. D.).


ShortDef

to be diverted from their proper use

Debugging

Headword:
μεταναφέρω
Headword (normalized):
μεταναφέρω
Headword (normalized/stripped):
μεταναφερω
IDX:
66816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταναφέρω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be diverted from their proper use</span>, of monies, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 483.52 </span> (Pergam., ii A. D.).</div> </div><br><br>'}