Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώλιος
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μεταναφέρω
μετανέομαι
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
View word page
μεταναπείθω
μετανα-πείθω
,
A).
change by persuasion
, in Pass.,
Hsch.
s.v.
μετανεγνώ<ς>θη
.
ShortDef
change by persuasion
Debugging
Headword:
μεταναπείθω
Headword (normalized):
μεταναπείθω
Headword (normalized/stripped):
μεταναπειθω
IDX:
66810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66811
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετανα-πείθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change by persuasion</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μετανεγνώ<ς>θη</span> .</div> </div><br><br>'}