μεταμώνιος
μετᾰμώνιος, ον, poet. Adj.
A). vain, idle, μ. νήματα vainly-woven, ; 2.98 μεταμώνια βάζεις talkest idly, 18.332 ; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, ; 4.363 ψεύδη μ. O. 12.6 ; μ. θηρεύω P. 3.23 ; τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν . —Used by 22.181 only in neut. pl.: the etym. is dub., cf. μωνιή, μωνιόν; but later Poets apptly. connected the word with ἄνεμος (as if for μετανεμώνιος); κονία μεταμώνιος ἀέρθη borne by the wind, on high, ; 16 ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Pax 117 , ubi v. Sch.:— μεταμώλιος is v.l. in several passages; cf. ἀνεμώλιος.