Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώλιος
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
View word page
μεταμώλιος
μετᾰμώλιος, ον, dub. l. for sq.
II). = ἐμπόλεμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταμώλιος
Headword (normalized):
μεταμώλιος
Headword (normalized/stripped):
μεταμωλιος
IDX:
66805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετᾰμώλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. l. for sq. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐμπόλεμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}