μεταμφιάζω
μεταμφι-άζω (later μεταμφι-έζω , 2.340e Nec. 16 : fut.- έσω Tyr. 21.1 ),
A). change the dress of another, strip off his dress, τινα and ll.cc.; τὰ τοῦ πλησίον Max.Tyr.l.c.: c. dupl. acc., τὸ λαμπρὸν σχῆμα μ. τινά : metaph., 2.21 change, τι εἴς τι AP 6.165 ( ):— Med., take off one's own dress, τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα μεταμφιασαμένη v.l. in 30 (cf. sq.); πορφυρίδα μεταμφιάσομαι Herm. 86 codd.; ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ’ αὐτόν; what body didst thou assume after him? Gall. 19 ; μ. τὴν τύχην, τὸν βίον, Vett. Val. 131.8 , Arc. 17 .